-
1 bilgi
γνώση, επιστήμη -
2 знание
знание с η γνώση приобрести \знаниея αποχτώ γνώσεις, μαθαίνω со \знаниеем дела με γνώση της δουλειάς* * *сη γνώσηприобрести́ зна́ния — αποχτώ γνώσεις, μαθαίνω
со зна́нием де́ла — με γνώση της δουλειάς
-
3 знание
-я ουδ.γνώση, κατανόηση•знание законов развития γνώση, των νόμων εξέλιξης•
языка γνώση γλώσσας.
|| πλθ. -я οι γνώσεις•επιπόλαιες γνώσεις, πασσάλειμμα γνώσεων•обширные -я ευρυμάθεια.
-
4 познание
-я ουδ.1. γνώση•познание мира η γνώση του κόσμου•
познание законов природы η γνώση των νόμων της φύσης•
теория -я θεωρία της γνώσης (γνωσιολογία).
2. πλθ. -ия, -ий οι γνώσεις•-ия истории ιστορικές γνώσεις.
-
5 понимание
понимание с η κατάληψη* η γνώση (знание)' полное \понимание η κατανόηση* * *сη κατάληψη; η γνώση ( знание)по́лное понима́ние — η κατανόηση
-
6 знание
зна́н||иес ἡ γνώση [-ις]:обширные \знаниеия ἡ πολυμάθεια· поверхностные \знаниеия ἡ ἡμιμάθεια, οἱ ἐπιπόλαιες γνώσεις· со \знаниеием дела μέ γνώση τής δουλειάς. -
7 внимание
-я ουδ.1. προσοχή•слушать со -ем ακούω με προσοχή•
привлечь внимание τραβώ την προσοχή•
в центре -я στο κέντρο της προσοχής•
достойный -я άξιος προσοχής, αξιοπρόσεκτος.
2. φροντίδα, μέριμνα•с должным -ем με την απαιτούμενη προσοχή•
оставить без -я δεν προσέχω, δε δίνω προσοχή, αδιαφορώ.
εκφρ.-! – προσοχή! (παράγγελμα)•- го кого – σε γνώση κάποιου, για γνώση, γιά να γνωρίζει•- го покупателей – για να ξέρουν οι αγοραστές•обратить внимание – δίνω προσοχή•обратить на себя - – τραβώ την προσοχή•уделить внимание – δίνω προσοχή, δείχνω ενδιαφέρο•принять во внимание – παίρνω υπ’ όψη. -
8 познание
η γνώση, η συνείδηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > познание
-
9 представление
1. мат. η παρουσίαση 2. (предъявление, показ, подача) η παρουσίαση, η εμφάνιση 3. театр. η παράσταση 4. (фи-лос, психол.) η ιδέα 5. (конкретный образ предмета или явления, который воспроизводится в сознании) η ιδέαη εικόνα6. (понимание, знание кого-, чего-л.) η ιδέα, η γνώσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > представление
-
10 азбука
азбу||каж1. τό ἀλφάβητο[ν];2. (букварь) τό ἀλφαβητάριο[ν];3. перен τό ἄλφα, ἡ στοιχειώδης γνωση [-ις]; ◊ \азбука Мо́рзе ἀλφάβητο Μορς. -
11 браться
брать||ся1. ἀναλαμβάνω;2. (начинать) καταπιάνομαι, ἀρχίζω/ ἐπιχειρώ (предпринимать):\братьсяся за дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά; ◊ \братьсяся за ору́-жие παίρνω τά ὀπλα, ἀρπάζω τά ὀπλα; \братьсяся за ум λογικεύομαι, βάζω γνώση, βάζω μυαλό. -
12 задний
задн||ийприл ὁπίσθιος, πισινός:\заднийие ноги τά πισινά πόδια· \заднийяя часть (туши) τό μπούτι· на \заднийем плане σέ δεύτερη γραμμή, σέ δεύτερη μοίρα· \задний ход тех. τό ὀπισθεν, ἡ κίνηση προς τά πίσω· \задний проход анат. ὁ πρωκτός· ◊ \заднийяя мысль ἡ ὑστεροβουλία· \заднийим умом крепок στερνή μου γνώση νά σ' είχα πρώτα· быть без \заднийих ног разг μου κόβονται τά πόδια ἀπό τήν κούραση· пометить \заднийим числом βάζω παληότερη ἡμερομηνία· подумать \заднийим числом σκέφτομαι κάτι κατόπιν ἐορτής· ходить (стоять) на \заднийих лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον. -
13 познание
позна||ниес1. филос. ἡ γνώση [-ις]:теория \познаниения ἡ γνωσιοθεωρία, ἡ γνωσιολογία·2. \познаниения мн. (сведения) ὁϊ γνώσεις:расширять свой \познаниения εὐρύνω τίς γνώσεις μου. -
14 понятие
поняти||ес ἡ Ιδέα, ἡ γνώση, ἡ ἔν-νοια:иметь \понятие ὁ чем-л. ἔχω Ιδέα γιά κάτι· не иметь ни малейшего \понятиея о чем-л. δέν ἔχω τήν παραμικρή ἰδέα γιά κάτι· растяжимое \понятие ἐλαστική ἔννοια -
15 сведение
сведе́ние Iс ἡ ἐλάττωση [-ις], ἡ μείωση[-ις]:\сведение счетов с кем-л. а) τό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών μέ κάποιον, б) перен ἡ ἐκδίκηση.све́дени||е IIс1. (известие) ἡ πληροφορία, ἡ ἐϊδηση [-ις]:достоверные \сведениея οἱ θετικές πληροφορίες· собирать \сведениея μαζεύω πληροφορίες·2. \сведениея мн. (познания) οἱ γνώσεις· ◊ принимать к \сведениею что́-л. λαμβάνω ὑπ' δψιν, λαβαίνω γνώση· доводить до \сведениея φέρω είς γνώσιν, γνωστοποιώ. -
16 умнеть
умнетьнесов βάζω γνώση, φρονιμεύω, βάζω μυαλό. -
17 acquaintance
1) (a person whom one knows slightly.) γνώριμος, γνωστός2) ((with with) knowledge: My acquaintance with the works of Shakespeare is slight.) εξοικείωση, γνώση -
18 grip
[ɡrip] 1. past tense, past participle - gripped; verb(to take a firm hold of: He gripped his stick; The speaker gripped (the attention of) his audience.) πιάνω/κρατώ σφιχτά / καθηλώνω2. noun1) (a firm hold: He had a firm grip on his stick; He has a very strong grip; in the grip of the storm.) πιάσιμο, σφίξιμο2) (a bag used by travellers: He carried his sports equipment in a large grip.) ταξιδιωτικός σάκος3) (understanding: He has a good grip of the subject.) κατανόηση, γνώση•- gripping- come to grips with
- lose one's grip -
19 hindsight
(wisdom or knowledge got only after something (usually bad) has happened: In hindsight, we should have acted differently.) στερνή γνώση -
20 insight
(the quality of having) an understanding of something: He shows remarkable insight (into children's problems). διορατικότητα,βαθιά γνώση
См. также в других словарях:
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
γνώση — η 1. ηγνωριμία των πραγμάτων, η πείρα, η σοφία: Έχει πολλές γνώσεις πάνω στην ιατρική. 2. η σύνεση, η φρονιμάδα: Κοντά στο νου κι η γνώση (παροιμ.). – Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνώση — γνώ̱ση , γνῶσις seeking to know fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώσῃ — γιγνώσκω come to know fut ind mid 2nd sg γνώ̱σηι , γνῶσις seeking to know fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek
γνώσηι — γνώσῃ , γιγνώσκω come to know fut ind mid 2nd sg γνώ̱σηι , γνῶσις seeking to know fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek